εγκεφαλίτιδα

εγκεφαλίτιδα
η
(ιατρ.), φλεγμονή του εγκεφάλου ως σύμπτωμα λοιμώδους αρρώστιας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εγκεφαλίτιδα — Φλεγμονή του εγκεφάλου. Συνήθως οφείλεται σε παθογόνους παράγοντες που φτάνουν εκεί είτε με απευθείας μετάδοση από τις μήνιγγες είτε μεταφέρονται με το αίμα και τη λέμφο από άλλα όργανα. Ταξινομείται ανάλογα (α) με το αν είναι πρωτοπαθής (από… …   Dictionary of Greek

  • κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… …   Dictionary of Greek

  • πολιοεγκεφαλίτιδα — Πάθηση που χαρακτηρίζεται από φλεγμονώδη προσβολή της φαιάς κυρίως ουσίας του εγκεφάλου. Η φαιά ουσία αποτελείται από τα σώματα των νευρικών κυττάρων και οι π. οφείλονται σε διηθητικούς ιούς που ζουν παρασιτικά μέσα στα κύτταρα αυτά. Τέτοιες… …   Dictionary of Greek

  • φρενίτιδα — η 1. φλεγμονή του εγκεφάλου, που συνοδεύεται από έντονο πυρετό και παραλήρημα, εγκεφαλίτιδα. 2. το παραλήρημα από εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγίτιδα. 3. φλεγμονή του διαφράγματος. 4. διατάραξη φρενών, μανία, παραφροσύνη, φρενοπάθεια. 5. μτφ., έξαλλη χαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμνησία — Πλήρης ή μερική απώλεια της μνήμης. Οι δύο φάσεις της μνημονικής λειτουργίας –η εγχάραξη της μνημονικής εντύπωσης και η μετέπειτα αναπόλησή της– είναι δυνατόν να αλλοιωθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Υπάρχει επομένως μία α. εγχάραξης, κατά… …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλιτιδικός — ή, ό σχετικός προς την εγκεφαλίτιδα …   Dictionary of Greek

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek

  • ιλαρά — Οξεία, λοιμώδης, ιογενής ασθένεια, η οποία συχνά εμφανίζεται ως επιδημία σε μη εμβολιασμένους πληθυσμούς και προσβάλλει κυρίως τα παιδιά. Μεταδίδεται εύκολα με άμεση αλλά και έμμεση επαφή. Μετά από επώαση 10 12 ημερών, η ι. εισβάλλει με… …   Dictionary of Greek

  • ιλαρικός — ή, ό [ιλαρά] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιλαρά («ιλαρική εγκεφαλίτιδα») …   Dictionary of Greek

  • κώμα — Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”